- επάνθισμα
- το (Α ἐπάνθισμα) [επανθίζω]νεοελλ.(ορυκτ.) επάνθημα, λεπτό απόθεμα ορυκτών ουσιών πάνω στην επιφάνεια τού εδάφουςαρχ.1. αυτό που βρίσκεται πάνω πάνω σαν άνθος2. τα φιλοδωρήματα που προσέφεραν στους ιερείς, τα «τυχερά».
Dictionary of Greek. 2013.